βοσκός


βοσκός

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

bari
çoban

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο βοσκός οι βοσκοί
γενική του βοσκού των βοσκών
αιτιατική το βοσκό τους βοσκούς
κλητική βοσκέ βοσκοί
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *