βρογχίτιδα


βρογχίτιδα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

bronkit

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βρογχίτιδα οι βρογχίτιδες
γενική της βρογχίτιδας των βρογχιτίδων / βρογχίτιδων
αιτιατική τη βρογχίτιδα τις βρογχίτιδες
κλητική βρογχίτιδα βρογχίτιδες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *