βρύο


βρύο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

myshk

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το βρύο τα βρύα
γενική του βρύου των βρύων
αιτιατική το βρύο τα βρύα
κλητική βρύο βρύα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *