βότσαλο


βότσαλο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

guralec

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το βότσαλο τα βότσαλα
γενική του βότσαλου των βότσαλων
αιτιατική το βότσαλο τα βότσαλα
κλητική βότσαλο βότσαλα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *