γάλα


γάλα

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

qumësht

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το γάλα τα γάλατα
γενική του γάλατος των γαλάτων
αιτιατική το γάλα τα γάλατα
κλητική γάλα γάλατα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *