Γάλλος


Γάλλος

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

francez

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο Γάλλος οι Γάλλοι
γενική του Γάλλου των Γάλλων
αιτιατική το Γάλλο τους Γάλλους
κλητική Γάλλε Γάλλοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *