γάμπα


γάμπα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

pulp

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η γάμπα οι γάμπες
γενική της γάμπας
αιτιατική τη γάμπα τις γάμπες
κλητική γάμπα γάμπες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *