φαγώσιμος


φαγώσιμος

(επίθετο – mbiemër)

i ngrënshëm

 

ενικός
ονομαστική φαγώσιμος φαγώσιμη φαγώσιμο
γενική φαγώσιμου φαγώσιμης φαγώσιμου
αιτιατική φαγώσιμο φαγώσιμη φαγώσιμο
κλητική φαγώσιμε φαγώσιμη φαγώσιμο
πληθυντικός
ονομαστική φαγώσιμοι φαγώσιμες φαγώσιμα
γενική φαγώσιμων φαγώσιμων φαγώσιμων
αιτιατική φαγώσιμους φαγώσιμες φαγώσιμα
κλητική φαγώσιμοι φαγώσιμες φαγώσιμα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *