φακές


φακές

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

thjerrëza

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φακή οι φακές
γενική της φακής των φακών
αιτιατική τη φακή τις φακές
κλητική φακή φακές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *