φαντασμένος


φαντασμένος

(επίθετο – mbiemër)

mendjemadh
vanitoz

 

ενικός
ονομαστική φανταζόμενος φανταζόμενη φανταζόμενο
γενική φανταζόμενου φανταζόμενης φανταζόμενου
αιτιατική φανταζόμενο φανταζόμενη φανταζόμενο
κλητική φανταζόμενε φανταζόμενη φανταζόμενο
πληθυντικός
ονομαστική φανταζόμενοι φανταζόμενες φανταζόμενα
γενική φανταζόμενων φανταζόμενων φανταζόμενων
αιτιατική φανταζόμενους φανταζόμενες φανταζόμενα
κλητική φανταζόμενοι φανταζόμενες φανταζόμενα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *