φιάσκο


φιάσκο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

fiasko

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το φιάσκο τα φιάσκα
γενική του φιάσκου των φιάσκων
αιτιατική το φιάσκο τα φιάσκα
κλητική φιάσκο φιάσκα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *