φιλενάδα


φιλενάδα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

e dashur
dashnore

shoqe, mike

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φιλενάδα οι φιλενάδες
γενική της φιλενάδας των φιλενάδων
αιτιατική τη φιλενάδα τις φιλενάδες
κλητική φιλενάδα φιλενάδες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *