Φιλιππινέζος


Φιλιππινέζος

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

filipinez

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο Φιλιππινέζος οι Φιλιππινέζοι
γενική του Φιλιππινέζου των Φιλιππινέζων
αιτιατική το Φιλιππινέζο τους Φιλιππινέζους
κλητική Φιλιππινέζε Φιλιππινέζοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *