φοβία


φοβία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

fobi
frikë

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φοβία οι φοβίες
γενική της φοβίας των φοβιών
αιτιατική τη φοβία τις φοβίες
κλητική φοβία φοβίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *