φρύνος


φρύνος

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

thithëlopë

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο φρύνος οι φρύνοι
γενική του φρύνου των φρύνων
αιτιατική το φρύνο τους φρύνους
κλητική φρύνε φρύνοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *