φτερό


φτερό

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

pendë

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το φτερό τα φτερά
γενική του φτερού των φτερών
αιτιατική το φτερό τα φτερά
κλητική φτερό φτερά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *