φτώχεια


φτώχεια

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

varfëri

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φτώχεια οι φτώχειες
γενική της φτώχειας
αιτιατική τη φτώχεια τις φτώχειες
κλητική φτώχεια φτώχειες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *