φύλλο


φύλλο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

fletë

gjethe

petë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το φύλλο τα φύλλα
γενική του φύλλου των φύλλων
αιτιατική το φύλλο τα φύλλα
κλητική φύλλο φύλλα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *