χαριτωμένος


χαριτωμένος


(επίθετο – mbiemër)
i lezeçëm

i hirshëm

ενικός
ονομαστική χαριτωμένος χαριτωμένη χαριτωμένο
γενική χαριτωμένου χαριτωμένης χαριτωμένου
αιτιατική χαριτωμένο χαριτωμένη χαριτωμένο
κλητική χαριτωμένε χαριτωμένη χαριτωμένο
πληθυντικός
ονομαστική χαριτωμένοι χαριτωμένες χαριτωμένα
γενική χαριτωμένων χαριτωμένων χαριτωμένων
αιτιατική χαριτωμένους χαριτωμένες χαριτωμένα
κλητική χαριτωμένοι χαριτωμένες χαριτωμένα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *