χορδή


χορδή

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

fill

akord

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η χορδή οι χορδές
γενική της χορδής των χορδών
αιτιατική τη(ν) χορδή τις χορδές
κλητική χορδή χορδές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *