χτύπημα


χτύπημα

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

goditje

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το χτύπημα τα χτυπήματα
γενική του χτυπήματος των χτυπημάτων
αιτιατική το χτύπημα τα χτυπήματα
κλητική χτύπημα χτυπήματα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *