χύτρα


χύτρα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

tenxhere

kusi

(χύτρα ταχύτητας – tenxhere me presion)

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η χύτρα οι χύτρες
γενική της χύτρας των χυτρών
αιτιατική τη χύτρα τις χύτρες
κλητική χύτρα χύτρες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *