ψαλίδι


ψαλίδι

gërshërë

(ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

ενικός πληθυντικός
Ονομαστική το ψαλίδι τα ψαλίδια
Γενική του ψαλιδιού των ψαλιδιών
Αιτιατική το ψαλίδι τα ψαλίδια
Κλητική ψαλίδι ψαλίδια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *