ψυχίατρος


ψυχίατρος

(αρσενικό ουσιαστικόή θηλυκό- emër. gjin. mashk. ose fem.)
psikiatër ose psikiatre

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο ψυχίατρος οι ψυχίατροι
γενική του ψυχιάτρου & ψυχίατρου των ψυχιάτρων & ψυχίατρων
αιτιατική τον ψυχίατρο τους ψυχιάτρους & ψυχίατρους
κλητική ψυχίατρε ψυχίατροι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *