ψυχαγωγία


ψυχαγωγία


(θηλυκό ουσιαστικό- emër. gjin. fem.)
argëtim

dëfrim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ψυχαγωγία οι ψυχαγωγίες
γενική της ψυχαγωγίας των ψυχαγωγιών
αιτιατική την ψυχαγωγία τις ψυχαγωγίες
κλητική ψυχαγωγία ψυχαγωγίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *