άλικος


άλικος

(επίθετο – mbiemër)

e kuqe e ndezur

ενικός
ονομαστική άλικος άλικη άλικο
γενική άλικου άλικης άλικου
αιτιατική άλικο άλικη άλικο
κλητική άλικε άλικη άλικο
πληθυντικός
ονομαστική άλικοι άλικες άλικα
γενική άλικων άλικων άλικων
αιτιατική άλικους άλικες άλικα
κλητική άλικοι άλικες άλικα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *