άλογο


άλογο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

kalë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το άλογο τα άλογα
γενική του αλόγου των αλόγων
αιτιατική το άλογο τα άλογα
κλητική άλογο άλογα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *