άνοιγμα


άνοιγμα

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

hapje

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το άνοιγμα τα ανοίγματα
γενική του ανοίγματος των ανοιγμάτων
αιτιατική το άνοιγμα τα ανοίγματα
κλητική άνοιγμα ανοίγματα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *