άνοιξη


άνοιξη

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

pranverë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η άνοιξη οι ανοίξεις
γενική της άνοιξης / ανοίξεως των ανοίξεων
αιτιατική την άνοιξη τις ανοίξεις
κλητική άνοιξη ανοίξεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *