αιφνίδιος


αιφνίδιος

(επίθετο – mbiemër)

i papritur

ενικός
ονομαστική αιφνίδιος αιφνίδια αιφνίδιο
γενική αιφνίδιου αιφνίδιας αιφνίδιου
αιτιατική αιφνίδιο αιφνίδια αιφνίδιο
κλητική αιφνίδιε αιφνίδια αιφνίδιο
πληθυντικός
ονομαστική αιφνίδιοι αιφνίδιες αιφνίδια
γενική αιφνίδιων αιφνίδιων αιφνίδιων
αιτιατική αιφνίδιους αιφνίδιες αιφνίδια
κλητική αιφνίδιοι αιφνίδιες αιφνίδια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *