ακρίβεια


ακρίβεια

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

saktësi

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ακρίβεια οι ακρίβειες
γενική της ακρίβειας
αιτιατική την ακρίβεια τις ακρίβειες
κλητική ακρίβεια ακρίβειες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *