ακτοφυλακή


ακτοφυλακή

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

rojet bregdetare

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ακτοφυλακή
γενική της ακτοφυλακής
αιτιατική την ακτοφυλακή
κλητική ακτοφυλακή
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *