αλάτι


αλάτι

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

kripë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το αλάτι τα αλάτια
γενική του αλατιού των αλατιών
αιτιατική το αλάτι τα αλάτια
κλητική αλάτι αλάτια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *