ανάκριση


ανάκριση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

hetim gjyqësor

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ανάκριση οι ανακρίσεις
γενική της ανάκρισης / ανακρίσεως των ανακρίσεων
αιτιατική την ανάκριση τις ανακρίσεις
κλητική ανάκριση ανακρίσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *