αναπτήρας


αναπτήρας

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

çakmak

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο αναπτήρας οι αναπτήρες
γενική του αναπτήρα των αναπτήρων
αιτιατική τον αναπτήρα τους αναπτήρες
κλητική αναπτήρα αναπτήρες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *