ανατολή


ανατολή

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

lindje

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ανατολή οι ανατολές
γενική της ανατολής των ανατολών
αιτιατική την ανατολή τις ανατολές
κλητική ανατολή ανατολές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *