ανατολή Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ανατολή https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ανατολή.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) lindje ενικός πληθυντικός ονομαστική η ανατολή οι ανατολές γενική της ανατολής των ανατολών αιτιατική την ανατολή τις ανατολές κλητική ανατολή ανατολές [cite]