ανεπιφύλακτος


ανεπιφύλακτος

(επίθετο – mbiemër)

pa rezerva
pa kushte

ενικός
ονομαστική ανεπιφύλακτος ανεπιφύλακτη ανεπιφύλακτο
γενική ανεπιφύλακτου ανεπιφύλακτης ανεπιφύλακτου
αιτιατική ανεπιφύλακτο ανεπιφύλακτη ανεπιφύλακτο
κλητική ανεπιφύλακτε ανεπιφύλακτη ανεπιφύλακτο
πληθυντικός
ονομαστική ανεπιφύλακτοι ανεπιφύλακτες ανεπιφύλακτα
γενική ανεπιφύλακτων ανεπιφύλακτων ανεπιφύλακτων
αιτιατική ανεπιφύλακτους ανεπιφύλακτες ανεπιφύλακτα
κλητική ανεπιφύλακτοι ανεπιφύλακτες ανεπιφύλακτα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *