ανηψιός


ανηψιός

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

nip (nga vëllai apo motra)

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο ανιψιός οι ανιψιοί
γενική του ανιψιού των ανιψιών
αιτιατική τον ανιψιό τους ανιψιούς
κλητική ανιψιέ ανιψιοί
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *