ανιαρός


ανιαρός

(επίθετο – mbiemër)

i mërzitshëm
i lodhshëm

ενικός
ονομαστική ανιαρός ανιαρή ανιαρό
γενική ανιαρού ανιαρής ανιαρού
αιτιατική ανιαρό ανιαρή ανιαρό
κλητική ανιαρέ ανιαρή ανιαρό
πληθυντικός
ονομαστική ανιαροί ανιαρές ανιαρά
γενική ανιαρών ανιαρών ανιαρών
αιτιατική ανιαρούς ανιαρές ανιαρά
κλητική ανιαροί ανιαρές ανιαρά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *