αντίτιμο


αντίτιμο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

çmim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το αντίτιμο τα αντίτιμα
γενική του αντιτίμου / αντίτιμου των αντιτίμων / αντίτιμων
αιτιατική το αντίτιμο τα αντίτιμα
κλητική αντίτιμο αντίτιμα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *