απογείωση


απογείωση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

ngritja e avionit

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η απογείωση οι απογειώσεις
γενική της απογείωσης / απογειώσεως των απογειώσεων
αιτιατική την απογείωση τις απογειώσεις
κλητική απογείωση απογειώσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *