απολαυστικός


απολαυστικός

(επίθετο – mbiemër)

i kënaqshëm

ενικός
ονομαστική απολαυστικός απολαυστική απολαυστικό
γενική απολαυστικού απολαυστικής απολαυστικού
αιτιατική απολαυστικό απολαυστική απολαυστικό
κλητική απολαυστικέ απολαυστική απολαυστικό
πληθυντικός
ονομαστική απολαυστικοί απολαυστικές απολαυστικά
γενική απολαυστικών απολαυστικών απολαυστικών
αιτιατική απολαυστικούς απολαυστικές απολαυστικά
κλητική απολαυστικοί απολαυστικές απολαυστικά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *