απόλυση


απόλυση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

shkarkim
pushim
heqje
lirim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η απόλυση οι απολύσεις
γενική της απόλυσης / απολύσεως των απολύσεων
αιτιατική την απόλυση τις απολύσεις
κλητική απόλυση απολύσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *