βάνδαλος


βάνδαλος

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

vandal

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο βάνδαλος οι βάνδαλοι
γενική του βανδάλου / βάνδαλου των βανδάλων / βάνδαλων
αιτιατική το βάνδαλο τους βανδάλους / βάνδαλους
κλητική βάνδαλε βάνδαλοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *