βάρος


βάρος

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

peshë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το βάρος τα βάρη
γενική του βάρους των βαρών
αιτιατική το βάρος τα βάρη
κλητική βάρος βάρη
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *