βήμα


βήμα

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

hap

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το βήμα τα βήματα
γενική του βήματος των βημάτων
αιτιατική το βήμα τα βήματα
κλητική βήμα βήματα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *