βαθμός


βαθμός

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

shkallë
notë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο βαθμός οι βαθμοί
γενική του βαθμού των βαθμών
αιτιατική το βαθμό τους βαθμούς
κλητική βαθμέ βαθμοί
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *