(επίθετο – mbiemër)
i thellë
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | βαθύς | βαθιά | βαθύ |
γενική | βαθιού / βαθύ | βαθιάς | βαθιού |
αιτιατική | βαθύ | βαθιά | βαθύ |
κλητική | βαθύ | βαθιά | βαθύ |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | βαθιοί / βαθείς | βαθιές | βαθιά |
γενική | βαθιών | βαθιών | βαθιών / βαθέων |
αιτιατική | βαθιούς / βαθείς | βαθιές | βαθιά |
κλητική | βαθιοί / βαθείς | βαθιές | βαθιά |
[cite]