(επίθετο – mbiemër)
i rëndë
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | βαρύς | βαριά | βαρύ |
γενική | βαριού / βαρύ | βαριάς | βαριού / βαρέος |
αιτιατική | βαρύ | βαριά | βαρύ |
κλητική | βαρύ | βαριά | βαρύ |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | βαριοί / βαρείς | βαριές | βαριά / βαρέα |
γενική | βαριών | βαριών | βαριών / βαρέων |
αιτιατική | βαριούς / βαρείς | βαριές | βαριά / βαρέα |
κλητική | βαριοί / βαρείς | βαριές | βαριά / βαρέα |
[cite]