βελόνα


βελόνα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

gjilpërë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η βελόνα οι βελόνες
γενική της βελόνας των βελονών / βελόνων
αιτιατική τη βελόνα τις βελόνες
κλητική βελόνα βελόνες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *